- θυμηδία
- η весёлость, оживление; иронический смех;
η ομιλία προκάλεσε θυμηδία στην αίθουσα — выступление вызвало весёлое оживление в зале
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η ομιλία προκάλεσε θυμηδία στην αίθουσα — выступление вызвало весёлое оживление в зале
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυμηδία — η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) [θυμηδής] νεοελλ. διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών») αρχ. 1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση τής ψυχής 2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι… … Dictionary of Greek
θυμηδία — η διάθεση για γέλιο ειρωνικό: Προκάλεσε τη θυμηδία των ακροατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμηδιοδότης — θυμηδιοδότης, ὁ (Μ) αυτός που προκαλεί θυμηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμηδία + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, χρηματο δότης] … Dictionary of Greek
весельныи — (4*) пр. Доставляющий радость, радостный: тамо въсприимете. и тамо обрѩщете. идѣ же всѣмъ ѥсть веселноѥ жилище. (εὐφραινομένων) ФСт XIV, 35в; Миръ бо бываѥть в васъ и любы. ˫ако же и въ анг҃лѣхъ. ѥдина д҃ша и... ѥдино хотѣниѥ. дыханиѥ и веселиѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
θυμηδιώ — θυμηδιῶ, άω (Μ) [θυμηδία] θυμηδώ* … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
φαιδρύνω — ΝΑ [φαιδρός] καθιστώ κάποιον ή κάτι φαιδρό, χαροποιώ, ευφραίνω («οὔ με φαιδρύνει λόγος», Αισχύλ.) νεοελλ. προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία αρχ. 1. καθαρίζω κάτι και τό κάνω να λάμπει («θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν», Ευρ.) 2. παθ. φαιδρύνομαι γίνομαι… … Dictionary of Greek
χιούμορ — το, Ν άκλ. 1. διάθεση για πνευματώδεις αστεϊσμούς και ειρωνείες, η οποία καλύπτεται με σοβαροφάνεια 2. η εκδήλωση αυτής τής διάθεσης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο 3. (κατ επέκτ.) ευθυμία, θυμηδία 4. φρ. «μαύρο χιούμορ» χιούμορ που… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek